αντάντε

αντάντε
Μουσικός όρος που δηλώνει τον αργό ρυθμό. Το υποκοριστικό του ανταντίνο δηλώνει κάπως ταχύτερο ρυθμό. Συχνά, η λέξη αποτελεί τίτλο αυτόνομου μουσικού κομματιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Τάλμπεργκ — (Thalberg, Γενεύη 1812 – Nάπολη 1871). Διάσημος κλειδοκυμβαλιστής. Νόθος γιος του πρίγκιπα Ντίτριχστάιν, σπούδασε στη Βιέννη και 15 χρόνων ακόμα προκαλούσε τον θαυμασμό του ακροατηρίου. Στα 16 του χρόνια συνέθετε έργα για κλειδοκύμβαλο, από τα… …   Dictionary of Greek

  • αλεγκρέτο — (λ. ιταλ.), επίρρ., ρυθμός μεταξύ του αλέγκρο και του αντάντε στη ζωηρότητα και την ευθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”